- προξυρίζω
- ΜΑξυρίζω προηγουμένως, προετοιμάζοντας τον ασθενή για χειρουργική επέμβαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προξυρισθέν — προξυρίζω aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξυρώ — έω, ΜΑ προξυρίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ξυρῶ «ξυρίζω»] … Dictionary of Greek